καταπελταφεσία

καταπελταφεσία
καταπελταφεσία και επιγρ. καταπαλταφεστία, ἡ (Α) [καταπελταφέτης]
η τέχνη τής ρίψης βελών, ακοντίων ή άλλων βλημάτων με καταπέλτη*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπαλταφεσία — καταπαλταφεσία, ἡ (Α) επιγρ. αντί καταπελταφεσία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”